- μαυροφρύδης
- -α, -ικοαυτός που έχει μαύρα φρύδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρακάσης — ο μαυροφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara kaş] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μελάνοφρυς — μελάνοφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν οφρυς, λεύκ οφρυς)] … Dictionary of Greek
φιλίστωρ — Φιλολογικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα (1961 62). Εκδότες του ήταν οι Σ. Κουμανούδης, Κ. Ξανθόπουλος και Δ. Μαυροφρύδης. * * * ορος, ο, η, ΝΜ (λόγιος τ.) φιλομαθής νεοελλ. αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek